Οι Ελληνες τα καταφέρνουμε την τελευταία στιγμή. Να ένα στερεότυπο που επιβεβαιώθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ας το αντιστρέψουμε. Οι Ελληνες μπορούμε ακόμα και την ύστατη στιγμή να κλοτσήσουμε μια άψογη εντύπωση. Και η Τελετή Λήξης ως προς το δεύτερο ήμισύ της τουλάχιστον, αυτή την άποψη ενίσχυσε. Διότι αν μέχρι εκείνη τη στιγμή η δημιουργική ομάδα του Δημήτρη Παπαϊωάννου είχε ισορροπήσει θαυμαστά, αποφεύγοντας τον μέγιστο εφιάλτη του ελληνικού πολιτισμού, το κιτς, στο τελευταίο ημίωρο, όταν τα ολυμπιακά σύμβολα παραδόθηκαν στο Πεκίνο, ανακουφισμένοι λες, σ' αυτό παραδοθήκαμε.
Θα το συγχωρούσαμε όμως αυτό, αν βλέπαμε να διασκεδάζουν οι φιλοξενούμενοί μας, αθλητές. Μπα! Το Στάδιο φάνηκε αμήχανο, στατικό και κουρασμένο. Μετά άδειασε...
Κι ας μη βιαστούμε να ρίξουμε το φταίξιμο στους «συνήθεις υπόπτους». Διότι μπορεί εμένα να μη μου άρεσε η αστραφτερή Αννα Βίσση, που τουλάχιστον χθες κατόρθωσε να κάνει διεθνή καριέρα, αλλά ο «ουρανοκατέβατος» Σάκης Ρουβάς μια χαρά ήταν και έτσι ερμήνευσε και το «Καραπιπερίμ» ξεσηκώνοντας και το κοινό...
Ολα είχαν ξεκινήσει καλά. Να η Ελλάδα των αντιθέσεων, η Ελλάδα της παράδοσης αλλά και η σύγχρονη, που ξέρει και να γλεντάει και να κλαίει και να αυτοσαρκάζεται. Το πρώτο 40λεπτο είχε άλλωστε σαφή στόχο: αν η έναρξη δανείστηκε εικόνα από την ελληνική τέχνη, η λήξη δανείστηκε ήχο απ' το ελληνικό τραγούδι.
Ο θερισμός, ο τρύγος, ο γάμος, ο θάνατος, η προσφυγιά, η ανασυγκρότηση, ο αυτοσαρκασμός, το ελληνικό αμφίρροπο, η εσωστρέφεια του Χατζιδάκι και η εξωστρέφεια του λαϊκού γλεντιού, ήταν όλα παρόντα. Το θέαμα ήταν αυτή τη φορά πολυεπίπεδο, πολυσυμμετοχικό, κουρδισμένο εξαίρετα. Ετσι ο συγκινητικός Χρόνης Αηδονίδης, η Δόμνα Σαμίου, η Ηπειρος, ο Πόντος, η Κρήτη, αλλά και η νεότερη μουσική μας παράδοση, αυτή που ακούγεται σαν τραγούδι του Ξαρχάκου, του Χατζιδάκι, του Μίκη ή του Σαββόπουλου και τραγουδά με τη φωνή της Μαρινέλλας, της Αλεξίου, του Νταλάρα, του Πάριου, της Γαλάνη, ακόμα κι όταν ήταν «πλέι-μπακ», είχε να εξομολογηθεί μια ιστορία: αυτοί είμαστε, πολυσχιδείς, κάποτε γραφικοί, κάποτε μεγαλειώδεις...
Και ωραία θορυβώδεις. Οπως το σύγχρονο νεανικό παιχνιδιάρικο κομμάτι που ερμήνευσαν τα κρουστά του Νίκου Τουλιάτου, αναπαράγοντας την εικόνα των αθλημάτων. Το διάλειμμα, οι ομιλίες (κι εκείνη η ανεκδιήγητη της κ. Αγγελοπούλου που ευχαριστούσε το σύζυγό της), οι ευχαριστίες του Ρογκ, ο κατά Κουμεντάκη Εθνικός μας Υμνος με το σαντούρι της Κετιμέ, οι δήμαρχοι, το κινεζικό 8λεπτο ήταν μια αναγκαία «κοιλιά», που την έσωσαν δυο κοριτσάκια: ένα από την Κίνα κι ένα δικό μας από τα Παιδικά Χωριά SOS.
Μετά έσβησε η φλόγα. Και δυστυχώς «φου» δεν έκαναν μόνο οι εύκολοι στόχοι της νυχτερινής διασκέδασης. Στη μετα-ολυμπιακή Εθνική μας Μοναξιά, το ταμπούρλο βαρούσε και ο Διονύσης Σαββόπουλος...
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Θα το συγχωρούσαμε όμως αυτό, αν βλέπαμε να διασκεδάζουν οι φιλοξενούμενοί μας, αθλητές. Μπα! Το Στάδιο φάνηκε αμήχανο, στατικό και κουρασμένο. Μετά άδειασε...
Κι ας μη βιαστούμε να ρίξουμε το φταίξιμο στους «συνήθεις υπόπτους». Διότι μπορεί εμένα να μη μου άρεσε η αστραφτερή Αννα Βίσση, που τουλάχιστον χθες κατόρθωσε να κάνει διεθνή καριέρα, αλλά ο «ουρανοκατέβατος» Σάκης Ρουβάς μια χαρά ήταν και έτσι ερμήνευσε και το «Καραπιπερίμ» ξεσηκώνοντας και το κοινό...
Ολα είχαν ξεκινήσει καλά. Να η Ελλάδα των αντιθέσεων, η Ελλάδα της παράδοσης αλλά και η σύγχρονη, που ξέρει και να γλεντάει και να κλαίει και να αυτοσαρκάζεται. Το πρώτο 40λεπτο είχε άλλωστε σαφή στόχο: αν η έναρξη δανείστηκε εικόνα από την ελληνική τέχνη, η λήξη δανείστηκε ήχο απ' το ελληνικό τραγούδι.
Ο θερισμός, ο τρύγος, ο γάμος, ο θάνατος, η προσφυγιά, η ανασυγκρότηση, ο αυτοσαρκασμός, το ελληνικό αμφίρροπο, η εσωστρέφεια του Χατζιδάκι και η εξωστρέφεια του λαϊκού γλεντιού, ήταν όλα παρόντα. Το θέαμα ήταν αυτή τη φορά πολυεπίπεδο, πολυσυμμετοχικό, κουρδισμένο εξαίρετα. Ετσι ο συγκινητικός Χρόνης Αηδονίδης, η Δόμνα Σαμίου, η Ηπειρος, ο Πόντος, η Κρήτη, αλλά και η νεότερη μουσική μας παράδοση, αυτή που ακούγεται σαν τραγούδι του Ξαρχάκου, του Χατζιδάκι, του Μίκη ή του Σαββόπουλου και τραγουδά με τη φωνή της Μαρινέλλας, της Αλεξίου, του Νταλάρα, του Πάριου, της Γαλάνη, ακόμα κι όταν ήταν «πλέι-μπακ», είχε να εξομολογηθεί μια ιστορία: αυτοί είμαστε, πολυσχιδείς, κάποτε γραφικοί, κάποτε μεγαλειώδεις...
Και ωραία θορυβώδεις. Οπως το σύγχρονο νεανικό παιχνιδιάρικο κομμάτι που ερμήνευσαν τα κρουστά του Νίκου Τουλιάτου, αναπαράγοντας την εικόνα των αθλημάτων. Το διάλειμμα, οι ομιλίες (κι εκείνη η ανεκδιήγητη της κ. Αγγελοπούλου που ευχαριστούσε το σύζυγό της), οι ευχαριστίες του Ρογκ, ο κατά Κουμεντάκη Εθνικός μας Υμνος με το σαντούρι της Κετιμέ, οι δήμαρχοι, το κινεζικό 8λεπτο ήταν μια αναγκαία «κοιλιά», που την έσωσαν δυο κοριτσάκια: ένα από την Κίνα κι ένα δικό μας από τα Παιδικά Χωριά SOS.
Μετά έσβησε η φλόγα. Και δυστυχώς «φου» δεν έκαναν μόνο οι εύκολοι στόχοι της νυχτερινής διασκέδασης. Στη μετα-ολυμπιακή Εθνική μας Μοναξιά, το ταμπούρλο βαρούσε και ο Διονύσης Σαββόπουλος...
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
No comments:
Post a Comment